ἐπιμέλομαι

ἐπιμέλομαι
ἐπιμελέομαι
take
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμελούμαι — έομαι, και συνεπιμέλομαι Α [ἐπιμελοῡμαι / ἐπιμέλομαι] φροντίζω κάτι από κοινού με κάποιον άλλο («συνεπιμελῆται μεθ ἡμῶν ἁπάντων ὧν προσῆκεν», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”